Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „επεισοδιακός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

επεισοδιακ|ός <-ή, -ό> [ɛpisɔðiaˈkɔs] ΕΠΊΘ

1. επεισοδιακός (επουσιώδης):

επεισοδιακός

2. επεισοδιακός (γεμάτος γεγονότα):

επεισοδιακός

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский