Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „επέκταση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

επέκτασ|η <-εις> [ɛˈpɛktasi] SUBST θηλ

1. επέκταση (γενικά: εμπορίου, επιρροής κτλ):

επέκταση
Erweiterung θηλ
επέκταση των αρμοδιοτήτων

2. επέκταση:

επέκταση ΠΟΛΙΤ, ΟΙΚΟΝ
Expansion θηλ
επέκταση ΠΟΛΙΤ, ΟΙΚΟΝ
Ausweitung θηλ
επέκταση δραστηριότητας ΟΙΚΟΝ
εδαφική επέκταση
επέκταση παραγωγής
επέκταση πωλήσεων

3. επέκταση (πυρκαγιάς, επιδημίας):

επέκταση
Ausdehnung θηλ

4. επέκταση (παράταση):

επέκταση
Verlängerung θηλ
επέκταση των διακοπών

5. επέκταση (κτίσμα):

επέκταση
Anbau αρσ

Παραδειγματικές φράσεις με επέκταση

επέκταση δραστηριότητας ΟΙΚΟΝ
εδαφική επέκταση
επέκταση παραγωγής
επέκταση πωλήσεων
επέκταση θηλ των αρμοδιοτήτων
επέκταση των διακοπών

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский