Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „επαρκώ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

επαρκ|ώ <-είς, -εσα> [ɛparˈkɔ] VERB αμετάβ

2. επαρκώ (είμαι κατάλληλος, ανταποκρίνομαι):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский