Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εξόρυξη“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εξόρυξ|η <-εις> [ɛˈksɔriksi] SUBST θηλ

εξόρυξη
Abbau αρσ
εξόρυξη πετρελαίου
υδραυλική εξόρυξη
υδραυλική εξόρυξη
Hydroabbau αρσ
εξόρυξη φυσικού αερίου
Abbaurecht ουδ
Abbaufront θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με εξόρυξη

εξόρυξη πετρελαίου
υδραυλική εξόρυξη

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский