Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εξόρμηση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εξόρμησ|η <-εις> [ɛˈksɔrmisi] SUBST θηλ (έφοδος)

εξόρμηση σε
Ansturm αρσ auf +αιτ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский