Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εξόριστος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . εξόριστ|ος <-η, -ο> [ɛˈksɔristɔs] ΕΠΊΘ

εξόριστος
ζω εξόριστος

II . εξόριστ|ος <-η, -ο> [ɛˈksɔristɔs]

εξόριστος
m/f
εξόριστος

Παραδειγματικές φράσεις με εξόριστος

ζω εξόριστος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский