Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εξορκίζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εξορκί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [ɛksɔrˈcizɔ] VERB μεταβ

1. εξορκίζω (διώχνω κακό πνεύμα):

εξορκίζω
εξορκίζω

2. εξορκίζω (ικετεύω):

εξορκίζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский