Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εξαγριώνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . εξαγρι|ώνω <-σα, -θηκα, -μένος> [ɛksaɣriˈɔnɔ] VERB μεταβ (θυμώνω)

εξαγριώνω

II . εξαγριώνομαι VERB αυτοπ ρήμα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский