Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εξάγω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εξ|άγω <-ήγαγα, -ήχτηκα, -αγμένος> [ɛˈksaɣɔ] VERB μεταβ

1. εξάγω (βγάζω):

εξάγω

2. εξάγω ΜΑΘ:

εξάγω (δόντι) (τη ρίζα)

3. εξάγω ΕΜΠΌΡ (προϊόντα):

εξάγω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский