Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ενώνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ενώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [ɛˈnɔnɔ] VERB μεταβ

1. ενώνω (συνδέω):

ενώνω

2. ενώνω (κάνω ένα):

ενώνω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский