Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ενωτικό“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ενωτικό [ɛnɔtiˈkɔ] SUBST ουδ ΓΛΩΣΣ

ενωτικό
Bindestrich αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский