στενοχωρημέν|ος [stɛnɔxɔriˈmɛnɔs], στεναχωρημέν|ος [stɛnaxɔriˈmɛnɔs] <-η, -ο> ΕΠΊΘ
ενοχλητικ|ός <-ή, -ό> [ɛnɔxlitiˈkɔs] ΕΠΊΘ
1. ενοχλητικός (που εμποδίζει, που διαταράσσει):
2. ενοχλητικός (δυσάρεστος: ερωτήσεις):
3. ενοχλητικός (άνθρωπος: φορτικός και ανεπιθύμητος):
ενόχλημα [ɛˈnɔxlima] SUBST ουδ
ηθελημέν|ος <-η, -ο> [iθɛliˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.