Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: ενορχηστρωτής , ενορχήστρωση και ενορχηστρώνω

ενορχηστρωτής (ενορχηστρώτρια) [ɛnɔrçistrɔˈtis, ɛnɔrçisˈtrɔtria] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

1. ενορχηστρωτής ΜΟΥΣ:

ενορχηστρωτής (ενορχηστρώτρια)
Orchestrierer(in) αρσ (θηλ)

2. ενορχηστρωτής μτφ:

ενορχηστρωτής (ενορχηστρώτρια)
Organisator(in) αρσ (θηλ)

ενορχηστρώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [ɛnɔrçisˈtrɔnɔ] VERB μεταβ

1. ενορχηστρώνω ΜΟΥΣ:

2. ενορχηστρώνω μτφ:

ενορχήστρωσ|η <-εις> [ɛnɔrˈçistrɔsi] SUBST θηλ

1. ενορχήστρωση ΜΟΥΣ:

2. ενορχήστρωση μτφ:

Organisierung θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский