Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ενοχικός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ενοχικ|ός <-ή, -ό> [ɛnɔçiˈkɔs] ΕΠΊΘ

1. ενοχικός (σχετικός με ενοχή) ΝΟΜ:

ενοχικός
Schuld-
Schuldrecht ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский