Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εμφύτευση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εμφύτευσ|η <-εις> [ɛɱˈfitɛfsi] SUBST θηλ

1. εμφύτευση ΙΑΤΡ:

εμφύτευση
Einpflanzung θηλ

2. εμφύτευση μτφ (έμπνευση, εμφύσηση):

εμφύτευση
Einflößung θηλ
εμφύτευση θηλ ΙΑΤΡ
Implantierung θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με εμφύτευση

εμφύτευση θηλ ιόντων

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский