Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „έμψυχος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

έμψυχ|ος <-η, -ο> [ˈɛmbzixɔs] ΕΠΊΘ

1. έμψυχος (που έχει ψυχή):

έμψυχος

2. έμψυχος (ζωντανός):

έμψυχος
Arbeitskräfte θηλ πλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский