Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „έμφραξη“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

έμφραξ|η <-εις> [ˈɛɱfraksi] SUBST θηλ

1. έμφραξη (φράξιμο):

έμφραξη
Verschließen ουδ

2. έμφραξη ΙΑΤΡ:

έμφραξη
Embolie θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский