Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εμβόλιμος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εμβόλιμ|ος <-η, -ο> [ɛɱˈvɔlimɔs] ΕΠΊΘ

εμβόλιμος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский