Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εμβολή“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εμβολή [ɛɱvɔˈli] SUBST θηλ

1. εμβολή ΙΑΤΡ:

εμβολή
Embolie θηλ
πνευμονική εμβολή
Lungenembolie θηλ

2. εμβολή ΝΑΥΣ:

εμβολή
Rammen ουδ

Παραδειγματικές φράσεις με εμβολή

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский