Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εμβολιασμός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εμβολιασμός [ɛɱvɔʎazˈmɔs] SUBST αρσ

1. εμβολιασμός ΙΑΤΡ:

εμβολιασμός
Impfung θηλ
Impfschaden αρσ

2. εμβολιασμός ΒΟΤ:

εμβολιασμός
Pfropfung θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский