Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „έμβολο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

έμβολο [ˈɛɱvɔlɔ] SUBST ουδ ΜΗΧΑΝΙΚΉ

έμβολο ουδ ΙΣΤΟΡΊΑ, ΝΑΥΣ
Rammsporn αρσ

Παραδειγματικές φράσεις με έμβολο

κωνικό έμβολο
έμβολο αντλίας

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский