Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εκφόρτωση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εκφόρτωσ|η <-εις> [ɛkˈfɔrtɔsi] SUBST θηλ

1. εκφόρτωση (γενικά):

εκφόρτωση
Entladung θηλ
Abladeverbot ουδ
Abladegebühr θηλ ενικ
Entladezeit θηλ

2. εκφόρτωση (από πλοίο):

εκφόρτωση
Löschung θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский