Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εκφορτώνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εκφορτώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [ɛkfɔrˈtɔnɔ] VERB μεταβ

1. εκφορτώνω (το όχημα):

εκφορτώνω

2. εκφορτώνω (τα πράγματα):

εκφορτώνω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский