Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εκφυλίζομαι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εκφυλί|ζομαι <-στηκα, -σμένος> [ɛkfiˈlizɔmɛ] VERB αυτοπ ρήμα

1. εκφυλίζομαι (παθαίνω αλλοιώσεις, διαφθείρομαι):

εκφυλίζομαι σε

2. εκφυλίζομαι (χάνω την οξύτητά μου):

εκφυλίζομαι

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский