Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „έκφυλος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

έκφυλ|ος <-η, -ο> [ˈɛkfilɔs] ΕΠΊΘ

1. έκφυλος:

έκφυλος

2. έκφυλος (ειδικά σεξουαλικά):

έκφυλος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский