Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: επιλύουσα , παραλήγουσα , αρχαΐζουσα και εκκαθάριση

επιλύουσα [ɛpiˈliusa] SUBST θηλ ΜΑΘ

παραλήγουσα [paraˈliɣusa] SUBST θηλ

εκκαθάρισ|η <-εις> [ɛkaˈθarisi] SUBST θηλ

1. εκκαθάριση (καθάρισμα):

Säuberung θηλ

αρχαΐζουσα [arxaˈizusa] SUBST θηλ (γλώσσα)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский