Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εκκαθαριστικός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εκκαθαριστικ|ός <-ή, -ό> [ɛkaθaristiˈkɔs] ΕΠΊΘ

1. εκκαθαριστικός (σχετικός με καθάρισμα):

εκκαθαριστικός
Säuberungs-

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский