Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εισακούω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . εισακού|ω <-σα, -στηκα> [isaˈkuɔ] VERB μεταβ

εισακούω

II . εισακούομαι VERB αυτοπ ρήμα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский