Ελληνικά » Γερμανικά

εισ|βάλλω <-έβαλα> [izˈvalɔ] VERB αμετάβ

εισβάλλω σε
eindringen in +αιτ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский