Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „δωροληψία“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

δωροληψία [ðɔrɔliˈpsia] SUBST θηλ

1. δωροληψία (συγκατάθεση του δωρολήπτη):

δωροληψία

2. δωροληψία (αποδοχή χρημάτων):

δωροληψία

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский