Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „δωροδοκία“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

δωροδοκία [ðɔrɔðɔˈcia] SUBST θηλ

δωροδοκία
Bestechung θηλ
δωροδοκία βουλευτή
δωροδοκία εκλογέα

Παραδειγματικές φράσεις με δωροδοκία

δωροδοκία βουλευτή
δωροδοκία εκλογέα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский