Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „δωρολήπτης“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

δωρολήπτης (δωρολήπτρια) [ðɔrɔˈliptis, ðɔrɔˈliptria] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

δωρολήπτης (δωρολήπτρια)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский