Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „δωσίλογος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

δωσίλογος [ðɔˈsilɔɣɔs] SUBST αρσ

1. δωσίλογος (ο υπεύθυνος):

δωσίλογος

2. δωσίλογος ΙΣΤΟΡΊΑ:

δωσίλογος
Kollaborateur αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский