Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „διωγμός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

διωγμός [ðjɔɣˈmɔs] SUBST αρσ

1. διωγμός (διώξιμο):

διωγμός
Vertreibung θηλ

2. διωγμός (καταδίωξη, προσπάθεια εξόντωσης):

διωγμός
Verfolgung θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский