Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „δίψηφο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

δίψηφο [ˈðipsifɔ] SUBST ουδ

1. δίψηφο (φωνήεν):

δίψηφο

2. δίψηφο (σύμφωνο):

δίψηφο

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский