Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „διώκω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

δ|ιώκω <-ίωξα, -ιώχτηκα, -ιωγμένος> [ðiˈɔkɔ] VERB μεταβ

διώκω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский