Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „διστάζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

διστά|ζω <-σα [ή -ξα] > [ðisˈtazɔ] VERB αμετάβ

1. διστάζω (δεν έχω αποφασίσει):

διστάζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский