Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „διορθωτικό“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

διορθωτικό [ðiɔrθɔtiˈkɔ] SUBST ουδ

1. διορθωτικό (υγρό):

διορθωτικό

2. διορθωτικό (ταινία):

διορθωτικό
Korrekturband ουδ

Παραδειγματικές φράσεις με διορθωτικό

διορθωτικό φίλτρο ΦΩΤΟΓΡ
Korrekturfilter αρσ o ουδ
διορθωτικό υγρό (για το γραφείο)
διορθωτικό στιλό

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский