Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „διόρθωση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

διόρθωσ|η <-εις> [ðiˈɔrθɔsi] SUBST θηλ

1. διόρθωση (λάθους):

διόρθωση
Verbesserung θηλ
διόρθωση
Korrektur θηλ

2. διόρθωση (μικροεπισκευή):

διόρθωση
Ausbesserung θηλ

3. διόρθωση (επανόρθωση: αδικίας κτλ):

διόρθωση

Παραδειγματικές φράσεις με διόρθωση

διόρθωση θηλ φάσης
διόρθωση θηλ βαρομέτρου
διαθλαστική διόρθωση
βολομετρική διόρθωση
σχετικιστική διόρθωση
διόρθωση θηλ του κτηματολογίου

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский