Ελληνικά » Γερμανικά

διακοσμητική [ðiakɔzmitiˈci] SUBST θηλ

διακοσμητικ|ός <-ή, -ό> [ðiakɔzmitiˈkɔs] ΕΠΊΘ

κοσμητικά [kɔzmitiˈka] SUBST ουδ πλ

κοσμητική [kɔzmitiˈci] SUBST θηλ

δικομματικ|ός <-ή, -ό> [ðikɔmatiˈkɔs] ΕΠΊΘ

κοσμητικ|ός <-ή, -ό> [kɔzmitiˈkɔs] ΕΠΊΘ (διακοσμητικός)

δικαστικά [ðikastiˈka] SUBST ουδ πλ (έξοδα δίκης)

αποσμητικό [apɔzmitiˈkɔ] SUBST ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский