Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „δίκοχο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

δίκοχο [ˈðikɔxɔ] SUBST ουδ (καπέλο)

δίκοχο
Zweispitz αρσ

δίκοχο [ˈðikɔxɔ] SUBST ουδ

δίκοχο
Feldmütze θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский