Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „δικαιοσύνη“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

δικαιοσύνη [ðicɛɔˈsini] SUBST θηλ

1. δικαιοσύνη:

δικαιοσύνη
Gerechtigkeit θηλ
απονέμω δικαιοσύνη

2. δικαιοσύνη (δικαστική εξουσία):

δικαιοσύνη
Justiz θηλ

Δικαιοσύνη [ðicɛɔˈsini] SUBST θηλ ohne πλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский