Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „διαμοιράζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . διαμοιρά|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [ðiamiˈrazɔ] VERB μεταβ

διαμοιράζω σε
verteilen an +αιτ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский