Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „διαμόρφωση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

διαμόρφωσ|η <-εις> [ðiaˈmɔrfɔsi] SUBST θηλ

1. διαμόρφωση (σχηματισμός):

διαμόρφωση
Bildung θηλ
διαμόρφωση της προσωπικότητας
διαμόρφωση τιμής ΟΙΚΟΝ
Preisbildung θηλ
διαμόρφωση του χαρακτήρα

2. διαμόρφωση (διάπλαση, με ορισμένη μορφή):

διαμόρφωση
Formung θηλ
διαμόρφωση του χαρακτήρα

3. διαμόρφωση (με ορισμένο τρόπο):

διαμόρφωση
Gestaltung θηλ
διαμόρφωση της πολιτικής
διαμόρφωση τιμών ΟΙΚΟΝ

4. διαμόρφωση (χώρου για ορισμένη δουλειά):

διαμόρφωση
Einrichtung θηλ

5. διαμόρφωση ΓΕΝΕΤ:

διαμόρφωση
Morphose θηλ

6. διαμόρφωση ΗΛΕΚ:

διαμόρφωση
Modulation θηλ
ανοδική διαμόρφωση
αρνητική διαμόρφωση
αρνητική διαμόρφωση
θετική διαμόρφωση
θετική διαμόρφωση
διαμόρφωση συχνότητας
διαμόρφωση ταχύτητας
γραμμική διαμόρφωση
μαγνητική διαμόρφωση
πολλαπλή διαμόρφωση
διαμόρφωση φάσης

Παραδειγματικές φράσεις με διαμόρφωση

διαμόρφωση θηλ φάσης
διαμόρφωση θηλ αγωγιμότητας
διαμόρφωση θηλ απορρόφησης
θετική διαμόρφωση
διαμόρφωση τιμής ΟΙΚΟΝ
αρνητική διαμόρφωση
ανοδική διαμόρφωση
διαμόρφωση τιμών ΟΙΚΟΝ
διαμόρφωση συχνότητας
διαμόρφωση ταχύτητας
γραμμική διαμόρφωση
μαγνητική διαμόρφωση
πολλαπλή διαμόρφωση
διαμόρφωση φάσης
διαμόρφωση του χαρακτήρα
διαμόρφωση της πολιτικής

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский