Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „διαδίδω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . δι|αδίδω <-έδωσα [ή -άδωσα], -αδόθηκα, -αδεδομένος> [ðiaˈðiðɔ] VERB μεταβ (πληροφορίες, μυστικό κτλ)

διαδίδω

II . διαδίδομαι VERB αυτοπ ρήμα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский