Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „διαδικαστικός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

διαδικαστικ|ός <-ή, -ό> [ðiaðikastiˈkɔs] ΕΠΊΘ

1. διαδικαστικός ΦΥΣ:

διαδικαστικός
verfahrenstechnisch, Verfahrens-

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский