Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „διαβάτης“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

διαβάτης (διαβάτισσα) [ðjaˈvatis, ðjaˈvatisa] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

διαβάτης (διαβάτισσα)
Passant(in) αρσ (θηλ)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский