Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „διαβάλλω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

δι|αβάλλω <-έβαλα, -αβλήθηκα, -αβλημένος> [ðiaˈvalɔ] VERB μεταβ

διαβάλλω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский