Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „διάφραγμα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

διάφραγμα [ðiˈafraɣma] SUBST ουδ

1. διάφραγμα (διαχώρισμα):

διάφραγμα
Trennwand θηλ

2. διάφραγμα ΑΝΑΤ:

διάφραγμα
Zwerchfell ουδ
ρινικό διάφραγμα

3. διάφραγμα ΦΩΤΟΓΡ:

διάφραγμα
Blende θηλ
Blendenskala θηλ

4. διάφραγμα ΙΑΤΡ (αντισυλληπτικό):

διάφραγμα
Diaphragma ουδ

Παραδειγματικές φράσεις με διάφραγμα

ρινικό διάφραγμα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский