Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „διάφορο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

διάφορο [ðiˈafɔrɔ] SUBST ουδ

1. διάφορο (κέρδος):

διάφορο
Gewinn αρσ

2. διάφορο (τόκος):

διάφορο
Zins αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский